«Γεννήθηκα για να πολεμώ. Τις περισσότερες φορές νικώ. Κι όταν χάνω, ξέρω να είμαι ένας γενναίος παίκτης» Τάκης Κανελλόπουλος
Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη
Γεννήθηκε 29 Οκτωβρίου 1933 και πέθανε, 21 Σεπτεμβρίου 1990.
Το επάγγελμά του ήταν «σκηνοθέτης του κινηματογράφου» όπως έλεγε ο ίδιος και κάθε άλλο παρά απαρατήρητος πέρασε από το χώρο. Στη Θεσσαλονίκη
γεννήθηκε, στη Θεσσαλονίκη εργάστηκε και στη Θεσσαλονίκη άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος ήταν ένας δικός μας άνθρωπος, με την έννοια
μιας υπόγειας επικοινωνίας σε διαδρομές ρομαντισμού και ουτοπίας, διαδρομές μάχης και
όχι μαλθακότητας.
Ασυμβίβαστος, πεισματάρης, ονειροπόλος, ανυποχώρητος, δε σταμάτησε να ονειρεύεται ούτε κι όταν ο κόσμος γύρω του φαινόταν πως αλλάζει.
Πώς να τα βάλεις όμως με τα θηρία;
Κι έτσι υποχώρησε γενναία, χαμένος αλλά όχι ηττημένος.
Γιατί οι ήττες μας είναι πολλές φορές οι μεγαλύτερες νίκες μας.
Και ο Τάκης Κανελλόπουλος είναι παρών ακόμη και εν τη απουσία του, ενώ κανείς δε θυμάται τους γραφειοκράτες του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου οι οποίοι του αρνιόταν επίμονα τα
10εκατομμύρια δραχμές (30.000 ευρώ) για να μπορέσει να κάνει την ταινία που ονειρευόταν.
Έτσι, «Ο χτεσινός κόσμος», ο τίτλος της ταινίας που δεν έγινε
ποτέ, παρέμεινε στα χαρτιά.
Και τι μ’ αυτό;
Ο Κανελλόπουλος είχε ήδη κάνει τόσα πολλά που καμία αγκυλωμένη εξουσία δεν είχε την ικανότητα να εκτιμήσει.
Η κυριαρχία των μετρίων δεν είναι κάτι που προέκυψε τα τελευταία χρόνια.
Από δημοσιογράφος της φωτιάς,
σκηνοθέτης του κινηματογράφου .
Τη μέρα που η πόλη γιόρταζε ακούστηκε το πρώτο του κλάμα.
Στις 26 Οκτωβρίου 1933, επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
Ένα άσχημο περιστατικό σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή του.
Σε μικρή ηλικία έχασε το πόδι του σε δυστύχημα. «είχε κάνει
πολλές προσπάθειες να ξεπεράσει την αναπηρία του, οδηγούσε αυτοκίνητο,
κολυμπούσε καλά, χόρευε, αλλά το ψυχικό τραύμα είχε μείνει»,
έγραψε κάποτε η Ρωζίτα Σώκου.
μικρός,λοιπόν, είχε οπλιστεί με πείσμα και ήταν αποφασισμένος να τα καταφέρει.
Τελείωσε το σχολείο και η πρώτη του σκέψη ήταν να γίνει δημοσιογράφος.
Μάλιστα εργάστηκε ως τέτοιος αλλά σύντομα άλλαξε γνώμη.
Δεν ήταν εκείνο που επιθυμούσε.
Αυτός ήθελε να «γίνει δημοσιογράφος της φωτιάς»
Να πηγαίνει σε πολέμους και επαναστάσεις, όπως είχε πει.
Κάπως έτσι άλλαξε ρότα, εγκατέλειψε την αρχική του ιδέα και το «σκέφτηκα να γίνω σκηνοθέτης του κινηματογράφου»
τον οδήγησε στην Αθήνα.
Εκεί πήρε τα πρώτα του μαθήματα, συνέχισε στο Μπαβάρια Στούντιο του Μονάχου και έτσι κέρδισε ο κινηματογράφος αυτό που έχασε η δημοσιογραφία.
Βέβαια, αυτό δεν το γνώριζε κανείς στην αρχή. Όταν όμως το 1960, σε ηλικία 27 ετών, έκανε την πρώτη του εμφάνιση, ανάγκασε τους πάντες να ασχοληθούν με την αφεντιά του.
Τις μέρες εκείνες διεξαγόταν η 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου,
αυτό που στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που γνωρίζουμε σήμερα.
Κανείς δε γνώριζε τι εστί Τάκης Κανελλόπουλος,
αλλά σύντομα έμελλε να το μάθουν.
Ήλθε, είδαν και ενίκησε!
Το 24λεπτο ντοκιμαντέρ του «Μακεδονικός γάμος»,
δεν κέρδισε απλά το πρώτο βραβείο στην κατηγορία των ταινιών μικρού μήκους.
Το βραβείο απλά καταγράφεται.
Το πιο σημαντικό είναι πως άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο
έβλεπαν οι σκηνοθέτες μέχρι τότε το ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα.
Καταργώντας τις συμβάσεις του κλασικού ντοκιμαντέρ και αναδεικνύοντας την έννοια της σκηνοθεσίας, ο Κανελλόπουλος πηγαίνει τον ελληνικό κινηματογράφο
ένα βήμα πιο μπροστά.
Τον επόμενο χρόνο επανέρχεται με τη «Θάσο»,
ένα ακόμη ντοκιμαντέρ διάρκειας 20 λεπτών.
Δεν είχα την τύχη να δω ποτέ αυτήν την ταινία,
άρα δεν έχω προσωπική άποψη, αξίζει όμως να αναφέρουμε εδώ πως τιμήθηκε με ειδικό έπαινο στο Διεθνές Φεστιβάλ της Μόσχας το 1961.
Οι άνθρωποι στον πόλεμο και τον έρωτα
Τρεις ταινίες, τρεις ανθρώπινες ιστορίες.
Σπαρακτικές και οι τρεις που αν τις δούμε ως ένα όλον, θα σκεφτούμε πως ο έρωτας είναι πόλεμος.
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν θύματα.
Στον «Ουρανό», που γυρίστηκε το 1962,
πρωταγωνιστεί ο πόλεμος.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος δεν μας αποκαλύπτει ποιος πόλεμος είναι,
αν και φαίνεται πως πρόκειται για το 1940.
Άλλωστε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Είναι κακό πράγμα, ούτως ή άλλως, δεν έχει νικητές και ηττημένους, μόνον κατεστραμμένες ζωές. Παρακολουθούμε τα καθημερινά ανθρώπινα δράματα
στο μέτωπο, τα γράμματα που χάνονται,
τις αγάπες που καταστρέφονται, τους φίλους που σκοτώνονται.
Τα λόγια λιγοστά, όσα χρειάζονται.
Εκείνη που μιλά είναι η εικόνα, τα εξαίσια πλάνα του σκηνοθέτη που ζωντανεύουν τα ανθρώπινα δράματα.
Η ταινία έκανε μεγάλη εντύπωση.
Ο Φελίνι μιλά με θερμά λόγια για αυτήν,
η εφημερίδα Ομπσέρβερ την τοποθετεί ανάμεσα στις 10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς,
ενώ οι κριτικοί μιλούν για μια από τις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες παγκοσμίως.
Κι όμως, αυτό το αντιπολεμικό, ανθρωπιστικό πνεύμα του Κανελλόπουλου,
η εξουσία φρόντισε να το διαστρεβλώσει.
Παρά τις αντιρρήσεις του, οι παραγωγοί «έχωσαν»
μέσα στην ταινία εμβόλιμες σκηνές επικαίρων από τον πόλεμο του ’40, θέλοντας να δώσουν μια «πατριωτική» χροιά.
Και, δυστυχώς, η εκδοχή της ταινίας που προβάλλεται σχετικά συχνά
από την ελληνική τηλεόραση, είναι η παραποιημένη.
Το 1966 είναι η σειρά της «Εκδρομής»,
στην οποία μαζί με τον πόλεμο εμφανίζεται και ο έρωτας. Από τις πρώτες σκηνές της ταινίας ο θεατής αντιλαμβάνεται το τραγικό τέλος. Μία γυναίκα παντρεμένη με στρατιωτικό, ερωτευμένη με έναν στρατιώτη, στενό φίλο του άνδρα της. Τους αγαπά και τους δύο αλλά με τον στρατιώτη είναι ερωτευμένη. Τα πάντα συμβαίνουν σε καιρό πολέμου, ενός πολέμου απροσδιόριστου. Ο πραγματικός πόλεμος συμβαίνει ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος φέρνει στο προσκήνιο έννοιες όπως φιλία, τιμή, αγάπη, σεβασμός, έρωτας, προδοσία. Και εδώ ο έρωτας, χρησιμοποιεί ως μέσο την προδοσία για να πατήσει επάνω στη φιλία, την τιμή, την αγάπη και το σεβασμό. Και φτερουγίζει ο έρωτας, η γυναίκα φεύγει με τον εραστή της, τους κυνηγούν, τους σκοτώνουν κι εκείνη του λέει: «θέλω να πάμε μια εκδρομή», μια εκδρομή που δε γίνεται ποτέ, ένας έρωτας που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, μια ουτοπία.
Και φτάνουμε στο 1968 και στην «Παρένθεση», όπου δεν υπάρχει πόλεμος,
μοναχά έρωτας.
Ένας έρωτας πόλεμος, που αφήνει πίσω του θύματα.
Ένας άνδρας και μια γυναίκα γνωρίζονται σε ένα τρένο.
Ταξιδεύουν μαζί, εκείνη παντρεμένη, ζουν έναν έρωτα λίγων ωρών, όταν το τρένο έχει μια καθυστέρηση σε ένα σταθμό.
Η γυναίκα αφηγείται: «Σε λίγο το τρένο θα έφτανε στην πόλη σου. Με ρώτησες αν
μπορούσες να μου στείλεις μία κάρτα, και τότε, πριν προλάβω να απαντήσω,
μας ανήγγειλαν πως το τρένο αντί της κανονικής δεκάλεπτης στάσης, θα παρέμενε για έξι ώρες
στην πόλη σου. Χαμογέλασες. ‘δεν μπορείτε να φύγετε’, είπες, κι ύστερα πρότεινες να μοιραστούμε τις έξι ώρες».
Ο σπαραγμός τους κυλά σα σταγόνα αίματος μέσα από
τα βλέμματα απόγνωσης κι αδυναμίας να αποτρέψουν το μοιραίο.
Δε μιλούν, αυτό που ακούμε, είναι η φωνή της γυναίκας η οποία αφηγείται, ενθυμούμενη τη 6ωρη παρένθεση της ζωής της.
Κι ύστερα το τρένο θα φύγει,
κι εκείνος θα τρέξει στο σταθμό αλλά θα μείνει εκεί,
αδύναμος να το σταματήσει και να το βλέπει να παίρνει την αγαπημένη του, αμετάκλητα μακριά.
ΠόλεμοςΈρωταςΟυτοπία.
Το σινεμά του Τάκη Κανελλόπουλου σε μεγάλες στιγμές.
Τα λόγια περιορίζονται, το γέλιο εξοστρακίζεται,
μοναχά θλίψη και μελαγχολία. Αργόσυρτα πλάνα εικαστικού μεγαλείου, αφήγηση ελεύθερη,
ποιητικής μορφής, ένας κινηματογράφος που αγωνιά μαζί με τον ανθρώπινο σπαραγμό, ένας κινηματογράφος της αισθητικής αλλά και του συναισθήματος.
Οι καιροί αλλάζουν
Το 1969 ακολουθεί το 24λεπτο ντοκιμαντέρ «Καστοριά», το οποίο
βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στην αντίστοιχη κατηγορία.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου βρίσκεται στο απόγειό της και ο κόσμος έχει αρχίσει να έχει άλλου είδους
αναζητήσεις.
Έτσι,
«Η τελευταία άνοιξη», που προβλήθηκε το 1972,
πέρασε σχεδόν απαρατήρητη.
Η αλήθεια είναι, πως και ο Κανελλόπουλος είχε αρχίσει να χάνει
τη σκηνοθετική του φρεσκάδα. Βέβαια αυτό δεν αναιρεί το ταλέντο του, ψήγματα του οποίου
ήσαν εμφανή και στην επόμενη ταινία του,
«Το χρονικό μιας Κυριακής» που γυρίστηκε το 1976.
Μόνο που αυτήν τη φορά ο Τάκης Κανελλόπουλος ήταν πραγματικά
άτυχος.
Η δικτατορία είχε πέσει και το κοινό αναζητούσε άλλα πράγματα,
που τόσα χρόνια είχε στερηθεί εξαιτίας της λογοκρισίας.
Και επιπλέον οι νέοι του 1976, ήταν πολλοί μικροί για να γνωρίζουν τον σκηνοθέτη και το έργο του.
Έτσι αυτός ο οποίος έδωσε ώθηση στον ελληνικό κινηματογράφο, που το έργο του εγκωμιάστηκε από
κοινό, κριτικούς και ανθρώπους του σινεμά στην Ελλάδα και το εξωτερικό,
γιουχαΐστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης!
Η άγνοια βλέπετε, αλλά και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου, δεν αποτελούν καλούς συμβούλους.
Τότε ήταν που ο Κανελλόπουλος έδειξε περίσσια δύναμη και
δεν έσκυψε το κεφάλι.
Είπαμε και πιο πριν, πως ήταν μαχητής, πεισματάρης και ανυποχώρητος.
Έτσι το 1978 σκηνοθετεί το «Ρομαντικό σημείωμα».
Εισπράττει την ίδια αντιμετώπιση από ένα κοινό που του γυρίζει την πλάτη.
Αντέχει ακόμη και το 1980 εμφανίζεται ξανά με τη «Σόνια».
Ποίηση, ρομαντισμός, καταδικασμένοι έρωτες,
εικόνες που θα μπορούσαν να συγκινήσουν αλλά εις μάτην.
Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι ιππότες ανήκουν στο παρελθόν .
Κανείς δεν ασχολείται πια με τον Τάκη Κανελλόπουλο.
Κι εκείνος αρχίζει να γράφει. Κάθεται στο Ντο Ρε, βλέπει τη θάλασσα και γράφει.
Γράφει ακατάπαυστα και σχεδιάζει την επόμενη ταινία του.
Μαχητής μέχρι το τέλος σε μια πόλη που δεν τον στήριξε, κάτι που εξακολουθεί να κάνει μέχρι σήμερα στους ανθρώπους της.
Φιλμογραφία
1960: «Μακεδονικός γάμος», ασπρόμαυρη, 24 λεπτά.
1961: «Θάσος», ασπρόμαυρη, 20 λεπτά
1962: «Ουρανός», ασπρόμαυρη, 80 λεπτά
1966: «Εκδρομή», ασπρόμαυρη, 85 λεπτά
1968: «Παρένθεση», ασπρόμαυρη, 90 λεπτά
1969: «Καστοριά», ασπρόμαυρη, 24 λεπτά
1972: «Η τελευταία άνοιξη», ασπρόμαυρη, 90 λεπτά
1976: «Το χρονικό μιας Κυριακής», ασπρόμαυρη, 78 λεπτά
1978: «Ρομαντικό σημείωμα», έγχρωμη, 84 λεπτά
1980: «Σόνια», έγχρωμη, 75 λεπτά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου